- κτενιαίος
- αία, ον анат. лобковый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτενιαίος — α, ο χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών τού ηβικού οστού και τού μηριαίου οστού που σχετίζονται με τον κτενίτη μυ καθώς και τής περιτονίας που τόν καλύπτει (α. «κτενιαία ακρολοφία» β. «κτενιαία γραμμή» γ. «κτενιαία περιτονία»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek